ἀφράστου

ἀφράστου
ἄφραστος
unutterable
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανοχή — η (AM ἀνοχή) [ανέχω] η ανεκτικότητα, η επιείκεια, η μακροθυμία φρ. «ἐν τῇ ανοχῇ τοῡ Θεοῡ»(Κ.Δ.) «ὦ ἀφράστου καὶ ἀρρήτου ἀνοχὴς» (από τα εγκώμια του Επιταφίου) «η ανοχή των ξένων θρησκευμάτων» «ψήφος ανοχής προς την κυβέρνηση νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ВЕРА, НАДЕЖДА, ЛЮБОВЬ И СОФИЯ — [греч. Πίστις, ᾿Ελπίς, ᾿Αγάπη, Σοφία; лат. Fides, Spes, Caritas et Sapientia] († ок. 120 или ок. 137), мученицы (пам. 17 сент.), пострадали в Риме при имп. Адриане. Знатная вдова С. воспитала в благочестии 3 дочерей, к рым дала имена,… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”